Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to winnow
01
λικνίζω, διαχωρίζω το σιτάρι από το άχυρο
to blow the chaffs out of the grains
02
λικνίζω, ξεφυσώ
blow away or off with a current of air
03
κοσκινίζω, επιλέγω
select desirable parts from a group or list
04
λικνίζω, φυσώ πάνω
blow on
Winnow
01
το κόσκινισμα, η πράξη του διαχωρισμού του σιταριού από το άχυρο
the act of separating grain from chaff
Λεξικό Δέντρο
winnowing
winnow



























