Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
winsome
01
γοητευτικός, χαριτωμένος
charming, sweet, or appealing in an innocent way
Παραδείγματα
The toddler 's winsome smile captured the hearts of everyone in the room.
Το γοητευτικό χαμόγελο του νηπίου κέρδισε τις καρδιές όλων στο δωμάτιο.
Her winsome personality and cheerful demeanor made her a favorite among her classmates.
Η γοητευτική της προσωπικότητα και η χαρούμενη συμπεριφορά της την έκαναν αγαπητή ανάμεσα στους συμμαθητές της.
Λεξικό Δέντρο
winsomely
winsomeness
winsome



























