Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
windswept
01
ανεμοδαρμένος, που έχει επηρεαστεί από τον άνεμο
describing an appearance that has been affected by the wind, often implying a slightly disheveled yet attractive look
Παραδείγματα
She arrived with a windswept look after walking along the beach.
Έφτασε με μια ανατιναγμένη εμφάνιση μετά το περπάτημα κατά μήκος της παραλίας.
His windswept hair gave him a rugged charm.
Τα ανατιναγμένα από τον άνεμο μαλλιά του του έδιναν μια ανδρική γοητεία.



























