LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Whiskery
/wˈɪskəɹi/
/wˈɪskɚɹi/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "whiskery"
whiskery
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
ουίσκι
having hair on the cheeks and chin
barbate
bearded
bewhiskered
whiskered
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App