Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
whiskery
01
γενειοφόρος, με τρίχες στα μάγουλα και το πηγούνι
having hair on the cheeks and chin
Λεξικό Δέντρο
whiskery
whisker
whisk
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γενειοφόρος, με τρίχες στα μάγουλα και το πηγούνι
Λεξικό Δέντρο