Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Whiplash
01
χτύπημα μαστιγίου, μαστίγωμα
a quick blow delivered with a whip or whiplike object
02
τραυματισμός του λαιμού από απότομη κίνηση, whiplash
a neck injury caused by a sudden jerking motion, usually from a car accident
Παραδείγματα
He suffered from whiplash after the rear-end collision.
Υπέφερε από χτύπημα μαστιγίου μετά την οπίσθια σύγκρουση.
The doctor diagnosed her with whiplash and recommended physical therapy.
Ο γιατρός της διέγνωσε τραυματισμό λάσπης και συνέστησε φυσικοθεραπεία.



























