Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Welfare
Παραδείγματα
The school is concerned with the welfare of its students.
They do n't care about the welfare of their families.
02
κοινωνική πρόνοια, ευημερία
a financial aid provided by the government for people who are sick, unemployed, etc.
Dialect
American
Παραδείγματα
The government increased welfare benefits to support families during the economic downturn.
Η κυβέρνηση αύξησε τα κοινωνικά οφέλη για να υποστηρίξει τις οικογένειες κατά την οικονομική ύφεση.
She relied on welfare assistance while she was looking for a new job.
Βασίστηκε στη κοινωνική βοήθεια ενώ έψαχνε για μια νέα δουλειά.
03
κοινωνική πρόνοια, ευημερία
the services and assistance provided by the government for those in need, such as financial help, housing support, healthcare benefits
Παραδείγματα
The government invested in welfare programs for disadvantaged communities.
Οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί και οι κοινωνικές ομάδες παίζουν επίσης ζωτικό ρόλο στην παροχή υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, προσφέροντας πρόσθετη υποστήριξη και πόρους για να συμπληρώσουν τα κρατικά προγράμματα βοήθειας.
Social welfare includes housing, education, and healthcare services.
Ο στόχος των προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας δεν είναι μόνο να ανακουφίσει τις άμεσες οικονομικές κρίσεις, αλλά και να ενδυναμώσει τα άτομα να ξεπεράσουν εμπόδια και να επιτύχουν μακροπρόθεσμη αυτάρκεια και οικονομική ανεξαρτησία.



























