Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to weld
01
συγκολλώ, ενώνω με συγκόλληση
to join two or more pieces of metal together using heat and pressure
Transitive: to weld pieces of metal
Παραδείγματα
He carefully welded the steel beams to create a sturdy frame.
Συγκόλλησε προσεκτικά τις χαλύβδινες δοκούς για να δημιουργήσει ένα γερό πλαίσιο.
The blacksmith skillfully welded the broken iron gate back into place.
Ο σιδηρουργός ένωσε επιδέξια τη σπασμένη σιδερένια πύλη πίσω στη θέση της.
02
συγκολλώ, ενώνω
to create a a strong connection that brings individuals or components together
Transitive: to weld sb
Παραδείγματα
The shared purpose and passion for environmental conservation welded the members of the eco-club.
Ο κοινός σκοπός και το πάθος για τη διατήρηση του περιβάλλοντος συγκόλλησαν τα μέλη του οικολογικού κλαμπ.
The organization 's mission to support underserved communities welds volunteers, donors, and beneficiaries.
Η αποστολή του οργανισμού να υποστηρίζει τις υποβαθμισμένες κοινότητες συγκολλά εθελοντές, δωρητές και δικαιούχους.
Weld
01
συγκόλληση, συγκολλητική ένωση
a fusion or joining of two or more pieces of metal by heating them to a melting point and allowing them to cool, creating a solid and permanent bond
02
αμερικανός καταργητής της δουλείας (1803-1895), αμερικανός υποστηρικτής της κατάργησης της δουλείας (1803-1895)
United States abolitionist (1803-1895)
03
φυτό πηγή κίτρινης βαφής, Ευρωπαϊκή μινιονέτα
European mignonette cultivated as a source of yellow dye; naturalized in North America
Λεξικό Δέντρο
welder
welding
weldment
weld



























