Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Website
01
ιστοσελίδα, δικτυακός τόπος
a group of related data on the Internet with the same domain name published by a specific individual, organization, etc.
Παραδείγματα
I bookmarked the website for future reference.
Έβαλα τον ιστοτόποπο σελιδοδείκτη για μελλοντική αναφορά.
The company has a user-friendly website for customers to shop online.
Η εταιρεία διαθέτει ένα φιλικό προς τον χρήστη ιστοτόπο για να κάνουν οι πελάτες αγορές online.
Λεξικό Δέντρο
website
web
site



























