Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Blooming
01
άνθιση, ανθοφορία
the organic process of bearing flowers
blooming
01
κατάρατος, παλιο
informal intensifiers
Λεξικό Δέντρο
blooming
bloom
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
άνθιση, ανθοφορία
κατάρατος, παλιο
Λεξικό Δέντρο