Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wayward
01
ανυπότακτος, πεισματάρης
unwilling to follow rules or accept control, often behaving unpredictably or stubbornly
Παραδείγματα
The wayward student refused to listen to the teacher's instructions.
Ο ανυπότακτος μαθητής αρνήθηκε να ακούσει τις οδηγίες του δασκάλου.
His wayward behavior worried his parents.
Η ανυπότακτη συμπεριφορά του ανησυχούσε τους γονείς του.



























