Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Wavering
01
δισταγμός, ταλάντωση
the quality of being unsteady and subject to changes
wavering
01
αποφασιστικός, διστακτικός
unable to decide between two opinions, possibilities, etc.
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δισταγμός, ταλάντωση
αποφασιστικός, διστακτικός