Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Wasteland
01
ερήμωση, άγονο έδαφος
a barren area of land that is unsuitable for agriculture or habitation
Παραδείγματα
The abandoned industrial site had turned into a wasteland over the years.
Ο εγκαταλελειμμένος βιομηχανικός χώρος είχε μετατραπεί σε ερήμωση με τα χρόνια.
Efforts are being made to rehabilitate the wasteland and restore its ecological value.
Γίνονται προσπάθειες για την αποκατάσταση της ερημικής γης και την αποκατάσταση της οικολογικής της αξίας.
Λεξικό Δέντρο
wasteland
waste
land



























