Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ware
01
εμπόρευμα, προϊόν
commodities offered for sale
02
εμπόρευμα, προϊόν
items or products that are of the same kind or made of the same material
to ware
01
σπαταλώ, κατασπαταλώ
spend extravagantly
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εμπόρευμα, προϊόν
εμπόρευμα, προϊόν
σπαταλώ, κατασπαταλώ