Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
war-torn
01
κατεστραμμένος από τον πόλεμο, εξουθενωμένος από τον πόλεμο
(of a country or place) damaged or destroyed severely as an aftermath of war
Παραδείγματα
The humanitarian organization provided aid to families displaced from their war-torn homes.
Η ανθρωπιστική οργάνωση παρείχε βοήθεια σε οικογένειες που εκτοπίστηκαν από τα σπίτια τους κατεστραμμένα από τον πόλεμο.
After years of conflict, the war-torn city lay in ruins, with buildings destroyed and infrastructure in disarray.
Μετά από χρόνια σύγκρουσης, η πόλη κατεστραμμένη από τον πόλεμο βρισκόταν σε ερείπια, με κτίρια κατεστραμμένα και υποδομές σε αταξία.



























