LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Wandering jew
/wˈɒndəɹɪŋ dʒˈuː/
/wˈɑːndɚɹɪŋ dʒˈuː/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "wandering jew"
Wandering jew
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a legendary Jew condemned to roam the world for mocking Jesus at the Crucifixion
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
wandering glider
wandering albatross
wandering
wanderer
wander
wandering nerve
wanderlust
wandflower
wane
wangle
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App