Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Vulture
01
γύπας, νεκροφάγος
a large bird of prey with a bare head, a long neck and weak claws that is famous for scavenging
02
γύπας, λεηλάτης
someone who attacks in search of booty
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γύπας, νεκροφάγος
γύπας, λεηλάτης