Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
blinding
01
τυφλωτικός, εκθαμβωτικός
extremely bright, often causing temporary inability to see
Παραδείγματα
The blinding sunlight made it hard to keep my eyes open.
Ο εκτυφλωτικός ηλιακός φωτισμός έκανε δύσκολο να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά.
He drove carefully through the blinding snowstorm.
Οδήγησε προσεκτικά μέσα από την εκθαμβωτική χιονοθύελλα.
Λεξικό Δέντρο
blindingly
blinding
blind



























