LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Blindfolded
/blˈaɪndfəʊldɪd/
/ˈbɫaɪndˌfoʊɫdɪd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "blindfolded"
blindfolded
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
wearing a blindfold
word family
blind
fold
blindfold
blindfold
Verb
blindfolded
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
blindfold chess
blindfold
blinder
blinded
blind with science
blinding
blindingly
blindly
blindman's bluff
blindman's buff
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App