virulent
vi
ˈvɪ
βι
ru
ρα
lent
lənt
λαντ
British pronunciation
/vˈɪɹələnt/

Ορισμός και σημασία του "virulent"στα αγγλικά

01

δηλητηριώδης, δηλητηριώδης

extremely poisonous
example
Παραδείγματα
The snake's bite was virulent and required immediate treatment.
Το δάγκωμα του φιδιού ήταν δηλητηριώδες και απαιτούσε άμεση θεραπεία.
The substance was virulent enough to be fatal.
Η ουσία ήταν αρκετά δηλητηριώδης για να είναι θανατηφόρα.
02

δηλητηριώδης

(of a disease) able to make one sick
example
Παραδείγματα
The outbreak was caused by a virulent strain of the flu virus.
Η έξαρση προκλήθηκε από ένα δηλητηριώδες στελέχος του ιού της γρίπης.
The new disease proved to be highly virulent, affecting even healthy individuals.
Η νέα ασθένεια αποδείχθηκε ιδιαίτερα δηλητηριώδης, επηρεάζοντας ακόμη και υγιείς άτομα.
03

δηλητηριώδης, πικρός

extremely harsh, bitter, or hostile, often in a way that is intensely harmful or destructive
example
Παραδείγματα
The politician ’s virulent speech attacked his opponents with unrelenting severity.
Ο δηκτικός λόγος του πολιτικού επιτέθηκε στους αντιπάλους του με αμείλικτη σοβαρότητα.
Her virulent criticism of the policy left no room for compromise or discussion.
Η δριμεία κριτική της για την πολιτική δεν άφησε χώρο για συμβιβασμό ή συζήτηση.

Λεξικό Δέντρο

virulently
virulent
virul
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store