Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
blemished
Παραδείγματα
She felt self-conscious about her blemished skin during the summer.
Αισθανόταν ανασφαλής για το κηλιδωμένο δέρμα της κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
The makeup helped to cover her blemished complexion for the event.
Το μακιγιάζ βοήθησε να καλυφθεί η ατελής επιδερμίδα της για την εκδήλωση.
02
κηλιδωμένος, ελαττωματικός
having a blemish or flaw
Λεξικό Δέντρο
unblemished
blemished
blemish



























