Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Victuals
01
τροφές, προμήθειες
food or provisions, especially when prepared for human consumption
Παραδείγματα
The restaurant proudly presented a menu filled with delicious victuals, ranging from appetizers to desserts.
Το εστιατόριο παρουσίασε με περηφάνεια ένα μενού γεμάτο με νόστιμα τρόφιμα, από ορεκτικά μέχρι επιδόρπια.
During the winter months, the cellar was stocked with jars of pickled vegetables and other preserved victuals.
Κατά τους χειμερινούς μήνες, το κελάρι ήταν γεμάτο με βάζα από τουρσιά λαχανικά και άλλα διατηρημένα τρόφιμα.
02
τροφή, προμήθειες
a source of materials to nourish the body
03
προμήθειες, αποθέματα τροφίμων
a stock or supply of foods



























