Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Vibrato
01
βιμπράτο, τρεμούλα
a slight, rapid variation in pitch and intensity of a note
Παραδείγματα
The singer 's expressive vibrato added warmth and emotion to the aria.
Το εκφραστικό βιμπράτο του τραγουδιστή πρόσθεσε ζεστασιά και συναίσθημα στην άρια.
The cellist 's vibrato enriched the tone of the melody, imbuing it with depth and character.
Το βιμπράτο του τσελίστα εμπλούτισε τον τόνο της μελωδίας, δίνοντάς του βάθος και χαρακτήρα.



























