Vestmented
volume
British pronunciation/vɛstmˈɛntɪd/
American pronunciation/vɛstmˈɛntɪd/

Ορισμός και Σημασία του "vestmented"

vestmented
01

dressed in ceremonial garments especially clerical vestment

word family

vestmented

vestmented

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store