LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Vestryman
/vˈɛstɹɪmən/
/vˈɛstɹɪmən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "vestryman"
Vestryman
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a man who is a member of a church vestry
word family
vestryman
vestryman
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
vestry
vestris
vestmented
vestmental
vestment
vestrywoman
vesture
vesuvian
vesuvianite
vesuvius
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App