Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ventilation shaft
/vˌɛntɪlˈeɪʃən ʃˈæft/
/vˌɛntɪlˈeɪʃən ʃˈaft/
Ventilation shaft
01
άξονας αερισμού, αεραγωγός
a shaft in a building; serves as an air passage for ventilation
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
άξονας αερισμού, αεραγωγός