Ventilated
volume
British pronunciation/vˈɛntɪlˌe‍ɪtɪd/
American pronunciation/ˈvɛnəˌɫeɪtɪd/, /ˈvɛntəˌɫeɪtɪd/

Ορισμός και Σημασία του "ventilated"

ventilated
01

exposed to air

word family

ventil

ventil

Verb

ventilate

Verb

ventilated

Adjective

unventilated

Adjective

unventilated

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store