Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
vaguely
01
αόριστα, ασαφώς
in a manner characterized by a lack of clarity, imprecision, or uncertainty
Παραδείγματα
She vaguely remembered the details of the old story, unable to recall specific events.
Θυμήθηκε αόριστα τις λεπτομέρειες της παλιάς ιστορίας, αδυνατώντας να θυμηθεί συγκεκριμένα γεγονότα.
The instructions in the manual were written vaguely, causing confusion among users.
Οι οδηγίες στο εγχειρίδιο ήταν γραμμένες αόριστα, προκαλώντας σύγχυση μεταξύ των χρηστών.
Λεξικό Δέντρο
vaguely
vague



























