Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Vacationist
01
διακοπάρης, τουρίστας
someone on vacation; someone who is devoting time to pleasure or relaxation rather than to work
Λεξικό Δέντρο
vacationist
vacation
vacate
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διακοπάρης, τουρίστας
Λεξικό Δέντρο