Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to usher in
[phrase form: usher]
01
ανακοινώνω, σηματοδοτώ την αρχή του
to indicate that something is about to happen
Παραδείγματα
The changing colors of the leaves ushered in the beauty of the fall season.
Οι μεταβαλλόμενες αποχρώσεις των φύλλων ανακοίνωσαν την ομορφιά της φθινοπωρινής εποχής.
The sunrise ushered in a new day filled with possibilities.
Η ανατολή του ηλίου σήμανε μια νέα μέρα γεμάτη δυνατότητες.
usher in
01
θλιμμένα, χωρίς χαρά
in a joyless manner; without joy



























