LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Usher in
/ˈʌʃəɹ ˈɪn/
/ˈʌʃɚɹ ˈɪn/
Verb (1)
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "usher in"
to usher in
[phrase form: usher]
ΡΉΜΑ
01
to indicate that something is about to happen
usher in
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a joyless manner; without joy
gleefully
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App