Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
used
01
μεταχειρισμένο, second hand
previously owned or utilized by someone else
Παραδείγματα
The used car had low mileage and was in excellent condition.
Το μεταχειρισμένο αυτοκίνητο είχε χαμηλά χιλιόμετρα και ήταν σε άριστη κατάσταση.
She purchased a used laptop for a fraction of the cost of a new one.
Αγόρασε ένα μεταχειρισμένο laptop για ένα κλάσμα του κόστους ενός καινούργιου.
02
εκμεταλλευόμενος, χρησιμοποιημένος
(of persons) taken advantage of
Λεξικό Δέντρο
disused
misused
underused
used
use



























