LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Upmarket
/ˈʌpmɑːkˌɪt/
/ˈəpˌmɑɹkət/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "upmarket"
upmarket
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
used by or intended for wealthy people
downmarket
upmarket
adj
Παράδειγμα
They
dined
at
an
upmarket
restaurant
known
for
its
gourmet
cuisine
and
elegant
ambiance
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App