Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
upmarket
01
πολυτελής, εξαιρετικά ποιοτικός
used by or intended for wealthy people
Παραδείγματα
The upmarket boutique featured designer clothing and accessories that attracted affluent customers.
Το πολυτελές μπουτίκ παρουσίαζα ρούχα και αξεσουάρ σχεδιαστών που προσελκύουν πλούσιους πελάτες.
They dined at an upmarket restaurant known for its gourmet cuisine and elegant ambiance.
Δείπνησαν σε ένα πολυτελές εστιατόριο γνωστό για τη γκουρμέ κουζίνα και το κομψό περιβάλλον.



























