LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unthought
/ʌnθˈɔːt/
/ʌnθˈɔːt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "unthought"
unthought
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
so unexpected as to have not been imagined
word family
unthought
unthought
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unthinkingly
unthinking
unthinkably
unthinkable
unthematic
unthought-of
unthoughtful
unthoughtfulness
unthreatening
untidily
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App