Unsatisfactoriness
volume
British pronunciation/ʌnsˌatɪsfˈaktəɹˌinəs/
American pronunciation/ʌnsˌæɾɪsfˈæktɚɹinəs/

Ορισμός και Σημασία του "unsatisfactoriness"

Unsatisfactoriness
01

the quality of being inadequate or unsuitable

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store