LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unmarketable
/ʌnmˈɑːkɪtəbəl/
/ʌnmˈɑːɹkɪɾəbəl/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "unmarketable"
unmarketable
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not capable of being sold
02
not fit for sale
word family
market
market
Noun
marketable
Adjective
unmarketable
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unmarked
unmapped
unmannerly
unmannered
unmanned
unmarred
unmarried
unmarried man
unmarried woman
unmask
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App