Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unisex
01
unisex, κατάλληλο και για τα δύο φύλα
designed to be suitable for both sexes, not specific to male or female
Παραδείγματα
The store sells unisex clothing that fits all body types.
Το κατάστημα πουλά unisex ρούχα που ταιριάζουν σε όλους τους τύπους σώματος.
Many modern fragrances are marketed as unisex scents.
Πολλά μοντέρνα αρώματα πωλούνται ως unisex αρώματα.



























