Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unfaithfully
01
άπιστα
in a manner characterized by a lack of loyalty, betrayal, or violation of trust
Παραδείγματα
He unfaithfully broke his promise by sharing confidential information with competitors.
Απίστευτα έσπασε την υπόσχεσή του μοιράζοντας εμπιστευτικές πληροφορίες με ανταγωνιστές.
Despite the vows they exchanged, she unfaithfully engaged in a romantic relationship with someone else.
Παρά τους όρκους που ανταλλάξαν, εκείνη άπιστα εμπλέχθηκε σε μια ρομαντική σχέση με κάποιον άλλο.
Λεξικό Δέντρο
unfaithfully
faithfully
faithful
faith



























