Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unfaltering
01
ακλόνητος, αποφασιστικός
displaying consistent determination or resolve in the face of challenges
Παραδείγματα
Despite facing criticism, she remained unfaltering in her pursuit of her dreams.
Παρά τις επικρίσεις, παρέμεινε ακλόνητη στην επιδίωξη των ονείρων της.
The soldier's unfaltering courage inspired his comrades on the battlefield.
Το ακλόνητο θάρρος του στρατιώτη ενέπνευσε τους συντρόφους του στο πεδίο της μάχης.
Λεξικό Δέντρο
unfaltering
faltering
falter



























