Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
underweight
01
ελλιποβαρής, αδυναμία
weighing less than the desired, healthy, or normal amount
Παραδείγματα
The doctor diagnosed her as underweight due to her low body mass index.
Ο γιατρός της διέγνωσε ελλιποβαρή λόγω του χαμηλού δείκτη μάζας σώματος.
Despite eating regularly, he remained underweight, struggling to gain pounds.
Παρά την τακτική διατροφή, παρέμεινε ελλιποβαρής, παλεύοντας να πάρει κιλά.



























