LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Underived
/ˌʌndəɹˈaɪvd/
/ˌʌndɚɹˈaɪvd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "underived"
underived
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not derived; primary or simple
derived
word family
derive
derive
Verb
derived
Adjective
underived
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
underivative
underhung
underhandedly
underhanded
underhand
underlay
underlayment
underlie
underline
underling
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App