Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
underemployed
01
υποαπασχολούμενος, αχρησιμοποίητος
(of a person) not having much work to do in their job or being unable to use their full potential
Παραδείγματα
Despite her qualifications, she felt underemployed in her current job, which did n't utilize her full skill set.
Παρά τα προσόντα της, αισθανόταν υποαπασχολούμενη στην τρέχουσα δουλειά της, η οποία δεν αξιοποιούσε πλήρως τις δεξιότητές της.
Many graduates in the field of arts and humanities find themselves underemployed, working in unrelated jobs.
Πολλοί απόφοιτοι στον τομέα των τεχνών και των ανθρωπιστικών επιστημών βρίσκουν τον εαυτό τους υποαπασχολούμενο, εργαζόμενοι σε άσχετες δουλειές.
Λεξικό Δέντρο
underemployed
employed
employ



























