Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unchanged
01
αμετάβλητος, αναλλοίωτος
subject to no change and staying in the same state
Παραδείγματα
Despite the passage of time, his opinion remained unchanged.
Παρά την πάροδο του χρόνου, η γνώμη του παρέμεινε αμετάβλητη.
The scenery outside his window appeared unchanged from yesterday.
Το τοπίο έξω από το παράθυρό του φαινόταν αμετάβλητο από χθες.
Λεξικό Δέντρο
unchanged
changed
change



























