Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to uncheck
01
αποεπιλογή, αφαίρεση σημάδι ελέγχου
to undo or remove a previously selected option, typically by removing a checkmark or deselecting a checkbox
Παραδείγματα
She uncheck the box after changing her mind.
Αποεπιλέγει το πλαίσιο αφού άλλαξε γνώμη.
Do n’t forget to uncheck the option if you do n’t want to subscribe.
Μην ξεχάσετε να αποεπιλέξετε την επιλογή αν δεν θέλετε να εγγραφείτε.
Λεξικό Δέντρο
uncheckable
uncheck
check



























