LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unblended
/ʌnblˈɛndɪd/
/ʌnblˈɛndᵻd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "unblended"
unblended
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not blended or mixed together
blended
word family
blend
blend
Verb
blended
Adjective
unblended
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unblemished
unbleached flour
unbleached
unbitter
unbind
unblessed
unblinking
unblinkingly
unblock
unbloody
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App