Unannealed
volume
British pronunciation/ʌnɐnˈiːld/
American pronunciation/ʌnɐnˈiːld/

Ορισμός και Σημασία του "unannealed"

unannealed
01

(of metal or glass) not annealed and consequently easily cracked or fractured

word family

unannealed

unannealed

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store