Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unabated
01
αδιάκοπος, χωρίς μείωση
continuing at the same high level
Παραδείγματα
The storm raged on with unabated force throughout the night.
Η καταιγίδα μαίνονταν με αμείωτη δύναμη όλη τη νύχτα.
Her determination to succeed remained unabated despite many failures.
Η αποφασιστικότητά της να πετύχει παρέμεινε αμείωτη παρά τις πολλές αποτυχίες.



























