ulceratis
ul
ˈʌl
αλ
ce
σα
ra
ρα
tis
tɪs
τισ
British pronunciation
/ˈʌlsəɹətˌɪv kəlˈaɪtɪs/

Ορισμός και σημασία του "ulcerative colitis"στα αγγλικά

Ulcerative colitis
01

ελκώδης κολίτιδα, ελκώδης φλεγμονή του παχέος εντέρου

a chronic inflammation of the colon and rectum, causing abdominal pain, diarrhea, and rectal bleeding
example
Παραδείγματα
Regular medical check-ups help monitor the progress of ulcerative colitis.
Οι τακτικές ιατρικές εξετάσεις βοηθούν στην παρακολούθηση της εξέλιξης της ελκώδους κολίτιδας.
The doctor diagnosed him with ulcerative colitis after assessing his symptoms.
Ο γιατρός του διέγνωσε ελκώδη κολίτιδα μετά από αξιολόγηση των συμπτωμάτων του.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store