Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ulcerated
01
ελκωμένος, ελκώδης
having open sores or wounds, often causing discomfort or pain
Παραδείγματα
He went to the doctor for his ulcerated leg wound.
Πήγε στο γιατρό για το ελκωμένο τραύμα του στο πόδι.
Special ointments help heal ulcerated skin conditions.
Ειδικά αλοιφές βοηθούν στην επούλωση ελκωμένων καταστάσεων του δέρματος.
Λεξικό Δέντρο
ulcerated
ulcerate
ulcer



























