Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Turnabout
01
μεταστροφή, πλήρης αλλαγή
a complete reversal of direction, action, or opinion
Παραδείγματα
After years of disagreement, there was a surprising turnabout in their relationship.
Μετά από χρόνια διαφωνίας, υπήρξε μια εκπληκτική αλλαγή στη σχέση τους.
The team 's turnabout in the second half of the game led to a dramatic win.
Η στροφή της ομάδας στο δεύτερο ημίχρονο του παιχνιδιού οδήγησε σε μια δραματική νίκη.
02
αλλαγή απόφασης, στροφή
a decision to reverse an earlier decision
Λεξικό Δέντρο
turnabout
turn
about



























