Tucked
volume
British pronunciation/tˈʌkt/
American pronunciation/ˈtəkt/

Ορισμός και Σημασία του "tucked"

01

neatly arranged or secured in a close-fitting manner

tucked

adj

tuck

v

untucked

adj

untucked

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store